Οικογενειακό επίδομα ΙΙ

Standard

Aριθμός απόφασης:      /2018

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 9ο Μονομελές

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιουλίου 2018, με δικαστή την ……………………, Εφέτη Δ. Δ. και γραμματέα την …………………………….., δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει τις: α) από 24-11-2017 (αριθ. καταχ. ……………………………..έφεση και β) από 26-3-2018 (αριθ. καταχ. ΕΠ: ……../29-3-2018) αντέφεση,

τ ο υ εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΕΦΚΑ), ως καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών Ταμείο Συντάξεων Αυτοκινητιστών» (ΟΑΕΕ – Τ.Σ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ.12), το οποίο παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο ……………………………, σύμφωνα με την από 19-7-2018 έγγραφη δήλωση του άρθρου 133 παρ.2 του ΚΔΔ, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου,

Κ α ι

κ α τ ά της αντεκκαλούσας – εφεσιβλήτου , κατοίκου ……………….. Αττικής (οδός……………….), η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αικατερίνης Φραγκιαδάκη,

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη διάδικο που παραστάθηκε μελέτησε τη δικογραφία και

σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.

1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της ……../2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή σχετική προσφυγή της …………………και ακυρώθηκε η ………../…………/…….2010 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Αττικής του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), κατά το μέρος που απορρίφθηκε η ………………-2010 ένσταση της ως άνω, κατά το κεφάλαιο της ………………….. απόφασης του Διευθυντή της ίδιας Υπηρεσίας, με το οποίο αποφασίσθηκε η διακοπή και ο καταλογισμός σε βάρος της, συνολικού ποσού ………………… ευρώ, αλλά και υποχρεώθηκε ο ανωτέρω Οργανισμός να επιστρέψει στην εφεσίβλητη τα ποσά που τυχόν κατέβαλε με παρακράτηση από τη σύνταξή της σε εκτέλεση της προαναφερόμενης …………… απόφασης. Εξάλλου, με την κρινόμενη αντέφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ.……………………………….. e παράβολο), η ως άνω εφεσίβλητη ζητά να απορριφθεί η έφεση, να γίνει δεκτή η αντέφεσή της, αλλά και να της επιστραφεί το ως άνω ποσό εντόκως από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στο αντεσίβλητο, καθώς και κάθε άλλο παρακρατηθέν ή μη αποδοθέν, χωρίς νόμιμη αιτία, ποσό.

2. Επειδή, οι κρινόμενες έφεση και αντέφεση, που στρέφονται κατά της ίδιας δικαστικής απόφασης, είναι συναφείς και πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 125 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να συνεκδικασθούν.

3. Επειδή, στο άρθρο 39 παρ. 1 εδ. γ` του π.δ/τος 669/1981 της 15.6/2.7.1981 «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως, ανασυντάξεως και κατατάξεως της διεπούσης το Ταμείον Συντάξεων Αυτοκινητιστών νομοθεσίας» (Α` 169), όπως το άρθρο αυτό έχει αντικατασταθεί τελικώς από το άρθρο 1 του π.δ/τος 418/1985 (Α` 146), ορίζεται ότι: «1. … γ) Από την ίδια πιο πάνω προθεσμία (1.5.1985) το ποσό της βασικής μηνιαίας σύνταξης λόγω γήρατος ή αναπηρίας προσαυξάνεται: αα) Κατά ποσοστό 10% το μήνα, εφόσον ο συνταξιούχος είναι έγγαμος η δε σύζυγος του δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Δημοσίου, ούτε παίρνει επίδομα από άλλη πηγή. ββ) …». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών, από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη, το ποσό της σύνταξης λόγω γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. (πρβλ. Σ.τ.Ε. επταμ. 1261/1994, 1124/2007). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Τ.Σ.Α. που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη, τέτοιοι δε θεωρούνται καταρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς, των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης κατά ποσοστό 10%. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Τ.Σ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις ως άνω προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της ανωτέρω προσαύξησης) δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι οι προαναφερθείσες κατηγορίες συνταξιούχων του Τ.Σ.Α. δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το ως άνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3005 – 3006/2006 επταμ.,1124/2007 επταμ., 3587/2009, 3001-3002/2009,1070/2014).

4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 50 του ίδιου π.δ/τος 669/1981, ορίζεται ότι: «Καταβληθέντα αχρεωστήτως δια συντάξεις ποσά επιστρέφονται εις το Τ.Σ.Α. Με απόφαση του αρμόδιου Προϊσταμένου Παροχών Κεντρικού μπορεί να καθορισθεί η επιστροφή των παραπάνω ποσών σε μηνιαίες δόσεις όχι περισσότερες από 24.» (όπως το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 του π.δ/τος 425/1983, Α` 158), ενώ στο άρθρο 51 του ιδίου ως άνω π.δ/τος ορίζεται ότι: «1. Έκαστος συνταξιούχος υποχρεούται όπως καθιστά γνωστόν εις το Ταμείον αμέσως, πάσαν μεταβολήν επερχομένην εις την προσωπικήν και οικογενειακήν κατάστασιν αυτού συνεπεία γάμου, ενηλικιώσεως, θανάτου κ.λ.π. και επιφέρουσαν αλλαγήν ή διακοπήν της χορηγούμενης συντάξεως. 2. Η μετά πάροδον μηνός από της επελθούσης μεταβολής γενομένη γνωστοποίησις συνεπάγεται την επιστροφήν των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών.». Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, κάθε ποσό σύνταξης, που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το Τ.Σ.Α., επιστρέφεται σ’ αυτό. Εξάλλου, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης – γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης και συμπορεύεται με τις διατάξεις αυτές – η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξη τους, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και πάντως, ελλείψει αντίθετης ρητής διάταξης, δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2586/2007, 2010/2006), αν οι παροχές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος, όμως, έχει εισπράξει αυτές καλοπίστως. Η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός ο οποίος έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξη τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε περί της συνδρομής του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (Σ.τ.Ε. 1316/2014, 3332, 1760, 814/2012, 2070/2010, 2291/2009, 154/2008, 1835/2007, 1619/2006 επταμ., κ.ά.). Ο δόλος, που αποτελεί τη νομική βάση της αναζήτησης και που πρέπει να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του εισπράξαντος, από τον οποίο αναζητείται κατ’ αρχήν η αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή. Εάν, όμως, η αναζήτηση στρέφεται κατά τρίτου προσώπου διαφορετικού από τον εισπράξαντα, ο δόλος πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο αυτού και, ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι αυτός γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής (ΔΕφ.Αθηνών 3950/2015, 3701/2015, 2922/2007, 2318/2007, ΔΕφ.Θεσ. 900/2004). Εξάλλου, δόλια ενέργεια νοείται και η εκ μέρους του ασφαλισμένου αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που θεμελιώνει την διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών (Σ.τ.Ε. 2070/2010,1835/2007).

5.Επειδή, στο άρθρο 100 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), ορίζεται ότι: «1. Αν ασκηθεί έφεση, ο εφεσίβλητος μπορεί, και μετά την πάροδο της προθεσμίας της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση, ακόμη και αν έχει αποδεχτεί την απόφαση ή παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης. 2. Με την αντέφεση μπορούν να προβληθούν όλοι οι λόγοι, οι οποίοι μπορούν να προβληθούν και με την έφεση, μόνο όμως μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. 3. Η αντέφεση ασκείται με δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του εφετείου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν για την άσκηση της έφεσης. … 4. Αν η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη ή αν εκείνος που άσκησε την έφεση παραιτηθεί από αυτήν, απορρίπτεται και η αντέφεση. Στις περιπτώσεις αυτές, αν η αντέφεση έχει ασκηθεί μέσα στην προβλεπόμενη για τον αντεκκαλούντα προθεσμία για άσκηση έφεσης, ισχύει ως αυτοτελής έφεση. Το παραδεκτό της αντέφεσης δεν επηρεάζεται αν η έφεση απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους». Εξάλλου, το άρθρο 97 του ίδιου Κώδικα, το οποίο αναφέρεται στο μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «To δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης …». Περαιτέρω, στην παράγραφο 1 του άρθρου 98 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι: «Aν η έφεση κριθεί βάσιμη, το δικαστήριο, κατά περίπτωση, είτε εξαφανίζει εν όλω ή εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και δικάζει, κατά το μέρος που εξαφανίζει την απόφαση, το ένδικο βοήθημα, είτε τη μεταρρυθμίζει».

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Δυνάμει της ……………………. απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Απονομής Συντάξεων του Ταμείου Συντάξεων Αυτοκινητιστών (Τ.Σ.Α.) χορηγήθηκε στον ………………………… σύζυγο της εφεσίβλητης, σύνταξη λόγω γήρατος από …………….., προσαυξημένη με το επίδομα οικογενειακών βαρών για την σύζυγό του (εφεσίβλητη), αφού στην, συνημμένη στην …………..αίτηση συνταξιοδότησης, δήλωσή του ανέφερε ότι η σύζυγός του δεν εργαζόταν, ούτε ήταν συνταξιούχος του Δημοσίου ή άλλου Οργανισμού. Στις ……………. ο ……………………. απεβίωσε και η ανωτέρω με την …………….. αίτησή της προς τον Ο.Α.Ε.Ε., ζήτησε, τη μεταβίβαση της σύνταξης του θανόντος συζύγου της. Με αφορμή την εν λόγω αίτηση, τα όργανα αυτού διαπίστωσαν ότι ο θανών σύζυγος της εφεσίβλητης δεν εδικαιούτο το επίδομα οικογενειακών βαρών για την σύζυγό του, καθόσον αυτή εργαζόταν και ασφαλιζόταν στο Ι.Κ.Α. από τον ………………… έως και τον …………. και για τις ημέρες, κατ’ έτους, απασχόλησης που αναγράφονταν στο …………. έγγραφο του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Μητρώου του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Αθηνών του Ι.Κ.Α. Κατόπιν αυτού, με την …………………. απόφαση του Διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Αττικής του Ο.Α.Ε.Ε. αφενός μεταβιβάσθηκε στην ήδη εφεσίβλητη η σύνταξη του θανόντος συζύγου της, από /…………………., αφετέρου αποφασίσθηκε η διακοπή και ο καταλογισμός σε βάρος της συνολικού ποσού …… ευρώ (όπως το ποσό αυτό αναλύεται στο …………………… έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος Εκκαθάρισης Συντάξεων της Διεύθυνσης Οικονομικού του Ο.Α.Ε.Ε.), που αντιστοιχεί στην προσαύξηση οικογενειακών βαρών στη σύνταξή, που είχε αχρεωστήτως εισπράξει ο, ήδη αποβιώσας στις ……………………….., σύζυγός της, κατά το χρονικό διάστημα από τον …………………………..έως και τον …………………, με παρακράτηση του οικείου ποσού από την απονεμηθείσα σ’ αυτήν, λόγω θανάτου του συζύγου της, σύνταξη σε δόσεις, από ……………. Ενόψει αυτών, η εν λόγω ασφαλισμένη με την …………….ένστασή της ενώπιον της αρμοδίας Τ.Δ.Ε. του Ο.Α.Ε.Ε., εστράφη κατά του κεφαλαίου της απόφασης αυτής, με το οποίο αποφασίσθηκε η διακοπή και ο καταλογισμός σε βάρος της του ποσού της προσαύξησης της σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, που είχε αχρεωστήτως εισπράξει ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της, η οποία απορρίφθηκε με την …………………………….. απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Οργανισμού με την αιτιολογία ότι η χορηγηθείσα, στον ήδη θανόντα ……………………………. σύνταξη, προσαυξήθηκε ύστερα από υπεύθυνη δήλωσή του με το οικογενειακό επίδομα για τη σύζυγό του, ………………….., η οποία, όμως, υπήρξε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α. από το έτος …………… και ότι το Ταμείο δεν είχε λάβει γνώση του γεγονότος αυτού, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της καταβολής του εν λόγω επιδόματος. Κατά της ως άνω απόφασης, η ήδη εφεσίβλητη άσκησε προσφυγή, με σχετικούς προσθέτους λόγους, ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι η είσπραξη της προσαύξησης οικογενειακών βαρών από το σύζυγό της δεν οφείλεται σε δόλο αυτού, ούτε και της ίδιας, αφού κατά το χρόνο υποβολής της αρχικής ……………. αίτησης συνταξιοδότησης του συζύγου της, μετά της συνημμένης υπεύθυνης δήλωσης αυτού, αυτή δεν εργαζόταν (έναρξη απασχόλησης αυτής τον …………………), η μη ενημέρωση δε του οικείου Ταμείου (Τ.Σ.Α.) για την έναρξη απασχόλησής της οφείλεται σε άγνοια του συζύγου της περί της σχετικής υποχρέωσής του, ενόψει και της πολυπλοκότητας της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενώ και τα όργανα του ως άνω Ταμείου επέδειξαν αμελή συμπεριφορά ως προς την καταβολή του ένδικου επιδόματος, αφού η παροχή από την ίδια εργασίας, ένεκα της οποίας υπαγόταν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. προέκυπτε από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος που είχαν κατατεθεί στα όργανα του καθ’ ου, προκειμένου ο θανών συνταξιούχος να λάβει το Ε.Κ.Α.Σ. Λόγω αυτών, ζητούσε την ακύρωση της ανωτέρω απόφασης της Τ.Δ.Ε., και την επιστροφή των ποσών καταλογισμού που μηνιαίως παρακρατούνται από τη σύνταξή της από τον ΟΑΕΕ ως αχρεωστήτως καταβληθέντα σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης. Η προσφυγή της έγινε εν μέρει δεκτή, με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη της παρούσας. Ήδη, το εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεση, ζητεί την εξαφάνισή της, προβάλλοντας ότι με αυτήν έγινε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 669/1981, καθώς και του α.ν. 261/1968.

7.Επειδή, η ήδη εφεσίβλητη από τον …………….. μέχρι και τον 6ο του 2009 παρείχε ασφαλιστέα απασχόληση στο Ι.Κ.Α., όπως η ίδια συνομολογεί, οπότε, ενόψει όσων προεκτέθηκαν στη 3η σκέψη της παρούσας δεν εδικαιούτο την επίδικη προσαύξηση της σύνταξής του λόγω οικογενειακών βαρών, για το ένδικο αυτό χρονικό διάστημα, καθόσον δεν πληρούνταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του εφαρμοστέου, εν προκειμένω, άρθρου 39 του προεδρικού διατάγματος 669/1981 (παρ. 1, εδάφιο γ’), διάταξης που δεν αντίκειται, όπως προαναφέρθηκε, στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Στη συνέχεια, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν και την ερμηνεία που δόθηκε σε αυτές, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι όταν η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών στρέφεται κατά τρίτου προσώπου διαφορετικού από τον εισπράξαντα, ο δόλος πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο αυτού και, ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι αυτός γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής, και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν δεν προβάλλει και δεν αποδεικνύει, όπως και από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει, ότι η εφεσίβλητη συνέπραξε με το σύζυγό της για την είσπραξη της επίμαχης παροχής, ή ότι συμμετείχε σε μη νόμιμες ή παραπλανητικές ενέργειες αυτού, ή, έστω, ότι τελούσε σε γνώση της παράνομης είσπραξης από αυτόν, κρίνει ότι η αναζήτηση από την ίδια των ποσών που έλαβε εκείνος δεν είναι νόμιμη, αφού, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, δεν επιτρέπεται να υποστεί αυτή τις συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεων του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της, για τις οποίες καμία ένδειξη δεν υπάρχει ότι ευθύνεται. Άλλωστε, κατά τα κοινώς γνωστά, ενόψει της πολυπλοκότητας και της εκτεταμένης περιπτωσιολογίας των διάσπαρτων διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας καθίσταται πολλές φορές εξαιρετικά δυσχερές για τον ασφαλισμένο ή συνταξιούχο να διακρίνει και να εντοπίσει από μόνος του το είδος και μέγεθος του ασφαλιστικού του δικαιώματος ή τις συνέπειες παράλειψης ενεργειών του, στις οποίες πιθανόν δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να είχε προβεί (ΣτΕ 154/2008). Περαιτέρω, ούτε και με την ιδιότητά της ως κληρονόμου μπορεί να επιβαρυνθεί, αφού η οφειλή αυτή δεν ήταν γεγεννημένη και δεν είχε καταλογισθεί στον κληρονομούμενο κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς …………………., ώστε να αποτελεί βάρος αυτής, αλλά καταλογίσθηκε εκ των υστέρων και ευθέως στην ίδια ως προσωπική οφειλή. Ως εκ τούτου, η Τ.Δ.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Αττικής του Ο.Α.Ε.Ε., που με την οικεία απόφασή της απέρριψε την ένσταση της εφεσίβλητης, κατά το κεφάλαιο αυτό, εσφαλμένως ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά, όπως ορθώς και νομίμως κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων όλων των αντιθέτων ισχυρισμών, ως αβασίμων.

8. Επειδή, τέλος, με τη συνεκδικαζόμενη αντέφεση, η εφεσίβλητη ζητά να γίνει δεκτή η αντέφεσή της, προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε, αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει τη νόμιμη βάση της σύνταξης χηρείας της, η οποία της απονεμήθηκε, δυνάμει της 2408/15-9-2009 απόφασης του καθ’ ου, δεδομένου ότι εκχώρησε πλημμελής υπολογισμός της σύνταξης γήρατος του συζύγου της, ήτοι του αποδόθηκε μικρότερο μηνιαίο ποσό σύνταξης από αυτό, που θα εδικαιούτο, βάσει της πραγματικής συνταξιοδοτικής του κατάστασης, λαμβανομένου υπόψη των ετών ασφάλισής του και της ηλικίας του. Ο λόγος όμως αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού το εκκαλούν με την έφεσή του αμφισβήτησε μόνο την, κατ’ αυτό, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 669/1981, καθώς και του α.ν. 261/1968 και συνεπώς η υπόθεση μεταβιβάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μόνο ως προς το ανωτέρω ζήτημα και όχι ως προς το ζήτημα του υπολογισμού του ύψους των συντάξεων γήρατος και χηρείας, ως προς το οποίο η εκκαλούμενη απόφαση δεν υπέκειτο σε αντέφεση αλλά μόνο σε αυτοτελή έφεση. Η δε αντέφεση της εφεσίβλητης δεν είχε ασκηθεί εντός της κατ΄ άρθρο 94 του Κ.Δ.Δ. 60ήμερης προθεσμίας για την άσκηση έφεσης και συνεπώς δεν είναι εξεταστέα ως τέτοια, αφού η εκκαλούμενη απόφαση της επιδόθηκε, σύμφωνα με το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, στις …………..και η αντέφεση, σύμφωνα με την οικεία, επί του δικογράφου, πράξη, κατατέθηκε στις 29-3-2018 (ΣτΕ 248/2010).

9. Επειδή, ενόψει αυτών, οι συνεκδικαζόμενες έφεση και αντέφεση πρέπει να απορριφθούν, να καταπέσει το παράβολο που καταβλήθηκε και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα ανάμεσα στους διαδίκους.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α

Συνεκδικάζει την έφεση και αντέφεση και

Απορρίπτει αυτές.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 20 Σεπτεμβρίου 2018.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

_____________________________________________

Σημειώσεις δικηγόρου:

  1. Οι σκιάσεις (Bolt) στην απόφαση έγιναν από εμένα και δεν υπάρχουν στο κείμενο.
  2. Η αντέφεση ασκήθηκε διότι ανευρέθη δεύτερη συνταξιοδοτική απόφαση στο αρχείο του αποβιώσαντος, όπου αρχικά το ΤΣΑ εξέδωσε απόφαση για ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΣΥΝΤΑΞΗ (29 έτη εργασίας και ηλικία), αλλά επειδή είχε και ΙΚΑ στον υπολογισμό της διαδοχικής του, τελικά του  ΚΑΤΈΒΑΛΕ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο  ο ΟΑΕΕ ενώ ζητούσε την επιστροφή του οικογενειακού επιδόματος, δεν προσκόμισε τις συνταξιοδοτικές αποφάσεις που το εμπεριείχαν, έτσι ώστε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να τις εξετάσει.

 

 

Για περισσότερες πληροφορίες

Αικατερίνη Φραγκιαδάκη

Δικηγόρος παρ΄Αρειω Πάγω

Τηλ: 6974386276- 6970434892

Email: lawyersgroup6@gmail.com

5EAC79DD-943F-455D-9680-FE9C04996243

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s